- αγρι(ο)-
- [άγριος]θέμα τού επιθέτου άγριος. Χρησιμοποιείται ως πρώτο συνθετικό για να δηλώσει: 1. αυτόν που ζει στους αγρούς σε άγρια κατάσταση, αυτόν που δεν εξημερώθηκε, τον ατίθασο (αγριόγατα, αγριοδάμαλο, αγριοκάτσικο)2. αυτόν που δεν καλλιεργείται (αγριοβλάσταρο, αγριολούλουδο, αγριόχορτο)3. τον μεγάλο, τον ισχυρό και, με επιτατική σημασία, τη μεγάλη ποσότητα ή την ένταση μιας καταστάσεως (αγριοβόρι, αγριόκαιρος, αγριομανητό, αγριομουγγρίζω, αγριοπεινώ)4. την τραχύτητα, τη σκληρότητα (αγριάνθρωπος, αγριοφωνάρα)5. τον ακατέργαστο (αγριόξυλο)6. τον φοβερό (αγριοπόταμος, αγριόρ(ρ)εμα). Κατά τη σύνθεση, εάν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν, συνήθως αποβάλλεται το τελευταίο φωνήεν τού πρώτου συνθετικού, λόγου χάρη αγριάνθρωπος (< άγριος + άνθρωπος), αγριελιά (< άγριος + ελιά), κ.ά.
Dictionary of Greek. 2013.